- μαιεύτρια
- η (AM μαιεύτρια)η μαίανεοελλ.η μαιευτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαιεύτρια — midwife fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτριῶν — μαιεύτρια midwife fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτρίαις — μαιεύτρια midwife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαι — μαιεύτρια midwife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαν — μαιεύτρια midwife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] … Dictionary of Greek